καλανδικά

καλανδικά
καλανδικά, τὰ (Α)
[καλάνδαι]
οι χορηγίες ή παροχές που γίνονταν με την ευκαιρία τού νέου έτους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”